- ημιταξιαρχία
- η воен, полубригада
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιταξιαρχία — η στρ. παλαιά στρατιωτική μονάδα τού γαλλικού στρατού η οποία περιλάμβανε τρία τάγματα πεζικού και αντιστοιχούσε προς το ελληνικό σύνταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ταξιαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωΐα] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek